Μία από τις σημαντικότερες ποιήτριες του 20ου αιώνα, η Σύλβια Πλαθ έδωσε τέλος στη ζωή της στις 11 Φεβρουαρίου του 1963.
Από πολύ νωρίς δείχνει το ιδιαίτερο χάρισμα που είχε στο να «στιχουργεί», καθώς σε ηλικία μόλις 8 ετών εκδίδει το πρώτο της ποίημα. Την ίδια περίοδο θα χάσει τον πατέρα της- μια αυστηρή, συντηρητική φυσιογνωμία, εξόριστος ναζιστής- . Χρόνια αργότερα στο γεμάτο οργή ποίημά της «Daddy» θα καταλήξει με το λυτρωτικό στοίχο «Daddy, daddy, you bastard, I'm through».
Η Πλάθ συνεχίζει να γράφει ποιήματα, ενώ ταυτόχρονα διακρίνεται για τις μαθητικές επιδόσεις της, οι οποίες θα αποτελέσουν και το εισιτήριο για το Smith College. Από τα πρώτα χρόνια της ενηλικίωσής εμφανίζει μανιοκατάθλιψη και προς το τέλος των σπουδών της θα προσπαθήσει για πρώτη φορά να θέσει τέρμα στη ζωή της.
«Το να πεθαίνεις» - έγραφε στο ποίημα «Λαίδη Λάζαρος»- «είναι μια τέχνη, όπως και καθετί άλλο. Εγώ το κάνω εξαιρετικά καλά. Eτσι όπως το κάνω είναι σαν κόλαση. Έτσι όπως το κάνω μοιάζει αληθινό. Mπορείς να πεις ότι έχω το χάρισμα».
Η ψυχολογική κατάρρευση, που βίωσε η Πλαθ, εκείνη τη περίοδο θα καταγραφεί στο ημι-αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα της «Γυάλινος Κόσμος». Την πρώτη της απόπειρα να αυτοκτονήσει ακολουθεί ο προσωρινός εγκλεισμός της σε ψυχιατρικό ίδρυμα και η ολοκλήρωση των σπουδών της. Η αποφοίτησή της συνοδεύτηκε από υποτροφία για το Πανεπιστήμιο του Cambridge. Η ποίηση συνεχίζει να αποτελεί την εκτόνωσή της ενώ περιστασιακά εκδίδει ορισμένα ποιήματά της στην φοιτητική εφημερίδα Varsity.
Στο Cambridge θα γνωρίσει και τον άνδρα που έμελε να σημαδέψει τη ζωή της και να « χρεωθεί» το τέλος της. Ο Άγγλος ποιητής Τεντ Χιούζ και η Σύλβια Πλάθ παντρεύονται στις 16 Ιουνίου 1956. Τα πρώτα δύο χρόνια του έγγαμου βίου τους θα τα περάσουν στις ΗΠΑ. Μέσα σε αυτή τη περίοδο η Πλαθ γνώρισε τον ποιητή Ρόμπερτ Λόουελ, ο οποίος άσκησε σημαντικές επιρροές στο έργο της.
Το ζευγάρι μετακομίζει στην Αγγλία και το Νorth Tawton, Το 1960 γεννιέται το πρώτο τους παιδί ενώ παράλληλα η Πλαθ εκδίδει την πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «The Colossus». Η εξωσυζυγική σχέση του Χιούζ με την ποιήτρια Άσια Γουέβιλ, μοιάζει να είναι το τελευταίο χτύπημα στον εύθραυστο ψυχικό κόσμο. Ο χωρισμός με τον Χιουζ έρχεται ως φυσικό επακόλουθο. Η Πλαθ προσπαθεί να επιβιώσει ενώ κινείται σε ισορροπίες του τρόμου.
Η Πλαθ μαζί με τα δύο της παιδιά, την Φρίντα και τον Νίκολας, ταξιδεύει για το Λονδίνο. Ο βαρύς χειμώνας του ‘63 σε συνδυασμό με τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε την αφήνουν σχεδόν γυμνή μπροστά στις αδυναμίες της. Στις 11 Φεβρουαρίου 1963 η Σύλβια Πλαθ θα αποφασίσει να δώσει ένα τέλος στη ζωή της.
Στη βιογραφία της ο Ronald Hayman γράφει: «Άνοιξε το παράθυρο του δωματίου τους, αφήνοντας ψωμί και τις κούπες με το γάλα τους δίπλα στις ψηλές κούνιες τους, μολονότι ο Νικ ήταν μόλις δεκατριών μηνών και, άρα, πολύ μικρός για να φάει μόνος του. Υστέρα, παράχωσε πετσέτες και πανιά κάτω από την πόρτα του υπνοδωματίου και της κουζίνας, και στερέωσε κολλητική ταινία στις γωνιές της πόρτας. Όλα αυτά έγιναν σχολαστικά. Ήταν φανερό ότι τούτη η απόπειρα αυτοκτονίας δεν είχε σκοπό να αποτύχει.
Κόλλησε ένα σημείωμα πάνω στην κούνια που βρισκόταν στο δωμάτιο δίπλα στην κουζίνα: «Παρακαλώ, καλέστε τον δόκτορα Χόρντερ», και δίπλα έγραψε τον αριθμό του τηλεφώνου του. Ήξερε τον αριθμό του τηλεφώνου του. Ήξερε ότι το πρωί θα ερχόταν η νοσοκόμα, αλλά τα περισσότερα στοιχεία μαρτυρούν ότι δεν ήθελε να σωθεί, και είναι απίθανο να μην υπολόγισε καλά το χρόνο που θα χρειαζόταν για να πεθάνει από το γκάζι. Δίπλωσε ένα πανί για να ακουμπά το κεφάλι της, άνοιξε όλους τους διακόπτες του γκαζιού κι έχωσε το κεφάλι της στο φούρνο».
Η ίδια έξι μέρες πριν από το θάνατό της έγραφε: «Η γυναίκα έχει τελειοποιηθεί. Το νεκρό κορμί της ντυμένο με το χαμόγελο της εκπλήρωσης. Η ψευδαίσθηση μιας Ελληνικής αναγκαιότητας ρέει στις πτυχές της τηβέννου της. Τα εκτεθειμένα της πόδια φαίνονται να λένε: ως εδώ φτάσαμε, αρκεί.»
Από πολύ νωρίς δείχνει το ιδιαίτερο χάρισμα που είχε στο να «στιχουργεί», καθώς σε ηλικία μόλις 8 ετών εκδίδει το πρώτο της ποίημα. Την ίδια περίοδο θα χάσει τον πατέρα της- μια αυστηρή, συντηρητική φυσιογνωμία, εξόριστος ναζιστής- . Χρόνια αργότερα στο γεμάτο οργή ποίημά της «Daddy» θα καταλήξει με το λυτρωτικό στοίχο «Daddy, daddy, you bastard, I'm through».
Η Πλάθ συνεχίζει να γράφει ποιήματα, ενώ ταυτόχρονα διακρίνεται για τις μαθητικές επιδόσεις της, οι οποίες θα αποτελέσουν και το εισιτήριο για το Smith College. Από τα πρώτα χρόνια της ενηλικίωσής εμφανίζει μανιοκατάθλιψη και προς το τέλος των σπουδών της θα προσπαθήσει για πρώτη φορά να θέσει τέρμα στη ζωή της.
«Το να πεθαίνεις» - έγραφε στο ποίημα «Λαίδη Λάζαρος»- «είναι μια τέχνη, όπως και καθετί άλλο. Εγώ το κάνω εξαιρετικά καλά. Eτσι όπως το κάνω είναι σαν κόλαση. Έτσι όπως το κάνω μοιάζει αληθινό. Mπορείς να πεις ότι έχω το χάρισμα».
Η ψυχολογική κατάρρευση, που βίωσε η Πλαθ, εκείνη τη περίοδο θα καταγραφεί στο ημι-αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα της «Γυάλινος Κόσμος». Την πρώτη της απόπειρα να αυτοκτονήσει ακολουθεί ο προσωρινός εγκλεισμός της σε ψυχιατρικό ίδρυμα και η ολοκλήρωση των σπουδών της. Η αποφοίτησή της συνοδεύτηκε από υποτροφία για το Πανεπιστήμιο του Cambridge. Η ποίηση συνεχίζει να αποτελεί την εκτόνωσή της ενώ περιστασιακά εκδίδει ορισμένα ποιήματά της στην φοιτητική εφημερίδα Varsity.
Στο Cambridge θα γνωρίσει και τον άνδρα που έμελε να σημαδέψει τη ζωή της και να « χρεωθεί» το τέλος της. Ο Άγγλος ποιητής Τεντ Χιούζ και η Σύλβια Πλάθ παντρεύονται στις 16 Ιουνίου 1956. Τα πρώτα δύο χρόνια του έγγαμου βίου τους θα τα περάσουν στις ΗΠΑ. Μέσα σε αυτή τη περίοδο η Πλαθ γνώρισε τον ποιητή Ρόμπερτ Λόουελ, ο οποίος άσκησε σημαντικές επιρροές στο έργο της.
Το ζευγάρι μετακομίζει στην Αγγλία και το Νorth Tawton, Το 1960 γεννιέται το πρώτο τους παιδί ενώ παράλληλα η Πλαθ εκδίδει την πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «The Colossus». Η εξωσυζυγική σχέση του Χιούζ με την ποιήτρια Άσια Γουέβιλ, μοιάζει να είναι το τελευταίο χτύπημα στον εύθραυστο ψυχικό κόσμο. Ο χωρισμός με τον Χιουζ έρχεται ως φυσικό επακόλουθο. Η Πλαθ προσπαθεί να επιβιώσει ενώ κινείται σε ισορροπίες του τρόμου.
Η Πλαθ μαζί με τα δύο της παιδιά, την Φρίντα και τον Νίκολας, ταξιδεύει για το Λονδίνο. Ο βαρύς χειμώνας του ‘63 σε συνδυασμό με τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε την αφήνουν σχεδόν γυμνή μπροστά στις αδυναμίες της. Στις 11 Φεβρουαρίου 1963 η Σύλβια Πλαθ θα αποφασίσει να δώσει ένα τέλος στη ζωή της.
Στη βιογραφία της ο Ronald Hayman γράφει: «Άνοιξε το παράθυρο του δωματίου τους, αφήνοντας ψωμί και τις κούπες με το γάλα τους δίπλα στις ψηλές κούνιες τους, μολονότι ο Νικ ήταν μόλις δεκατριών μηνών και, άρα, πολύ μικρός για να φάει μόνος του. Υστέρα, παράχωσε πετσέτες και πανιά κάτω από την πόρτα του υπνοδωματίου και της κουζίνας, και στερέωσε κολλητική ταινία στις γωνιές της πόρτας. Όλα αυτά έγιναν σχολαστικά. Ήταν φανερό ότι τούτη η απόπειρα αυτοκτονίας δεν είχε σκοπό να αποτύχει.
Κόλλησε ένα σημείωμα πάνω στην κούνια που βρισκόταν στο δωμάτιο δίπλα στην κουζίνα: «Παρακαλώ, καλέστε τον δόκτορα Χόρντερ», και δίπλα έγραψε τον αριθμό του τηλεφώνου του. Ήξερε τον αριθμό του τηλεφώνου του. Ήξερε ότι το πρωί θα ερχόταν η νοσοκόμα, αλλά τα περισσότερα στοιχεία μαρτυρούν ότι δεν ήθελε να σωθεί, και είναι απίθανο να μην υπολόγισε καλά το χρόνο που θα χρειαζόταν για να πεθάνει από το γκάζι. Δίπλωσε ένα πανί για να ακουμπά το κεφάλι της, άνοιξε όλους τους διακόπτες του γκαζιού κι έχωσε το κεφάλι της στο φούρνο».
Η ίδια έξι μέρες πριν από το θάνατό της έγραφε: «Η γυναίκα έχει τελειοποιηθεί. Το νεκρό κορμί της ντυμένο με το χαμόγελο της εκπλήρωσης. Η ψευδαίσθηση μιας Ελληνικής αναγκαιότητας ρέει στις πτυχές της τηβέννου της. Τα εκτεθειμένα της πόδια φαίνονται να λένε: ως εδώ φτάσαμε, αρκεί.»
Πηγή:tvxs.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου